- λαιμοδακής
- λαιμοδακής, -ές (Α)αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο-δακής, σαρκο-δακής].
Dictionary of Greek. 2013.